- πύελος
- η1. η λεκάνη του ανθρώπινου σώματος.2. η κοιλότητα του νεφρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πύελος — πυέλος fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύελος — η, ΝΑ, και πύαλος Α 1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα 2. κολυμπήθρα για βάπτιση νεοελλ. 1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν… … Dictionary of Greek
πυέλω — πυέλος fem nom/voc/acc dual πυέλος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλοις — πυέλος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλου — πυέλος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλους — πυέλος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλων — πυέλος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυέλῳ — πυέλος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύελοι — πυέλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύελον — πυέλος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)